- εκτατόν
- το физ. деформация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτατός — ή, ό (Α ἐκτατός, ή, όν) αυτός που επιδέχεται έκταση, που μπορεί να εκταθεί νεοελλ. φυσ. το εκτατόν η ιδιότητα τών στερεών σωμάτων να παθαίνουν μόνιμη αλλοίωση στο σχήμα τους με μηχανικά μέσα χωρίς να καταστραφεί η εσωτερική συνοχή τών μορίων τους … Dictionary of Greek